εκκρεμώ

εκκρεμώ
1. αμτβ., είμαι εκκρεμής.
2. μτφ., δεν έχω πάρει οριστικό τέλος, είμαι ατακτοποίητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκκρεμώ — ( έω) είμαι εκκρεμής, δεν έχω τελειώσει ακόμη, δεν έχω ρυθμιστεί ή τακτοποιηθεί μέχρι τώρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”